- επάλληλος
- ος и η, ον повторяющийся, частый, повторный; следующий один за другим;
§ επάλληλοι έννοιαι — лог. смежные, сопредельные понятия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ επάλληλοι έννοιαι — лог. смежные, сопредельные понятия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπάλληλος — one close after another masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάλληλος — η, ο (AM ἐπάλληλος, η, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται κατ επανάληψη ή με διαδοχική σειρά, ο ένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος νεοελλ. (λογ.) «επάλληλες έννοιες» οι έννοιες που έχουν το ίδιο πλάτος, οι ισοπλατείς αρχ. μσν. συνεχής, απανωτός,… … Dictionary of Greek
επάλληλος — η, ο 1. οένας μετά τον άλλο, αλλεπάλληλος, διαδοχικός, αλληλοδιάδοχος: Επάλληλες σειρές τούβλων. 2. (λογ.), φρ., «επάλληλες έννοιες», έννοιες που έχουν το ίδιο πλάτος, ισοπλατείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαλλήλως — ἐπάλληλος one close after another adverbial ἐπάλληλος one close after another masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάλληλον — ἐπάλληλος one close after another masc/fem acc sg ἐπάλληλος one close after another neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλλήλοιν — ἐπάλληλος one close after another masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλλήλοις — ἐπάλληλος one close after another masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλλήλοισιν — ἐπάλληλος one close after another masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλλήλου — ἐπάλληλος one close after another masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλλήλους — ἐπάλληλος one close after another masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλλήλων — ἐπάλληλος one close after another masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)